- περιτοιχίζω
- περιτοίχισα, περιτοιχίστηκα, περιτοιχισμένος, περικλείνω κάτι με τοίχο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
περιτοιχίζω — Ν περιβάλλω με τοίχο, περικλείω με τοίχωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + τοιχίζω (< τοίχος). Το ρ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
περι- — (ΑΜ περι ) α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση περί και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) γύρω, ολόγυρα, από όλες τις μεριές, από παντού (πρβλ. περι βρέχω, περι γιάλι, περι λούω, περι… … Dictionary of Greek
περιτοίχιση — η, Ν η περίφραξη με τοίχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιτοιχίζω. Η λ., στον λόγιο τ. περιτοίχισις, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
περιτοίχισμα — το, Ν [περιτοιχίζω] 1. ο τοίχος που περικλείει έναν χώρο 2. η περιτοίχιση 3. περιτοιχισμένος χώρος … Dictionary of Greek
περιτοιχισμός — ο, Ν [περιτοιχίζω] η περιτοίχιση … Dictionary of Greek
τοιχογυρίζω — Ν περιτοιχίζω … Dictionary of Greek
περιτοίχιση — η η πράξη και το αποτέλεσμα του περιτοιχίζω, το περιτοίχισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)